χοιροσφάγος

χοιροσφάγος
-ον, Α
αυτός που σφάζει χοίρους οι οποίοι προορίζονται για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -σφάγος (< σφάζω), πρβλ. παρθενο-σφάγος, ταυρο-σφάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χοιροσφάγος — sacrificing swine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

  • χοιροσφαγία — ἡ, Α [χοιροσφάγος] σφαγή χοίρων …   Dictionary of Greek

  • χοιροσφαγείο — το / χοιροσφαγεῑον, ΝΜΑ [χοιροσφάγος] σφαγείο χοίρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”